- Μοναρχιανισμός
- οεκκλ. αιρετική διδασκαλία η οποία διαμορφώθηκε από το τέλος τού 2ου αιώνα στην προσπάθεια αναιρέσεως τών αιρετικών θέσεων τού Γνωστικισμού και συμβιβασμού τήν τριαδικότητας τού θεού με τη μοναρχία τής θεότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. monarchianism (< μοναρχία + -ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ιγν. Μοσχάκη].
Dictionary of Greek. 2013.